κηρόχρους

κηρόχρους
ους , ουν восковой (о цвете)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κηρόχρους" в других словарях:

  • κηρόχρους — ουν (Α κηρόχρως, ωτος, ό, ἡ) αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, κέρινος, κερένιος, κίτρινος σαν το κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + χρους (< χρώς «χρώμα») πρβλ. φοινικό χρους, χιονό χρους] …   Dictionary of Greek

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»